ίχλα

ίχλα
ἴχλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίχλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αποτελεί «γλώσσα» τού Ησύχ. και συνδέεται πιθ. με τη λ. κίχλα «είδος θαλάσσιου ψαριού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”